Θεοκλης

Θεοκλης
    Θεοκλῆς
    стяж. Θουκλῆς -έους ὅ Теокл (предводитель халкидян эвбейских, колонизовавших о-в Наксос) Thuc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Θεοκλης" в других словарях:

  • Θεοκλής — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Σεπτεμβρίου …   Dictionary of Greek

  • Θεοκλῆς — Θεοκλέης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»